- οριζοντιώνω
- οριζοντίωσα, οριζοντιώθηκα, οριζοντιωμένος1. τοποθετώ κάτι σε θέση οριζόντια.2. μτφ., ξαπλώνω κάποιον κάτω, σκοτώνω.3. μέσ., οριζοντιώνομαι ξαπλώνομαι από αρρώστια, μένω στο κρεβάτι: Κρύωσε και οριζοντιώθηκε για πολλές μέρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.